- νυμφοτομία
- νυμφοτομία, ἡ (Α) [νυμφοτομώ]τομή τής κλειτορίδας για μετατόπισή της.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυμφοτομίας — νυμφοτομίᾱς , νυμφοτομία removal of the clitoris fem acc pl νυμφοτομίᾱς , νυμφοτομία removal of the clitoris fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)